σφηκίσκος

σφηκίσκος
ο, ΝΑ
μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου
αρχ.
1. μακρύ ξύλο με μυτερό άκρο, όπως η ουρά τής σφήκας («εἰκῆ δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», Αριστοφ.)
2. λίθος που προεξείχε πάνω από τη θύρα τής αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε κάθε δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός + επίθημα -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφηκίσκος — piece of wood pointed like a wasp s tail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκίσκοι — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκίσκον — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκίσκους — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκίσκων — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκίσκῳ — σφηκίσκος piece of wood pointed like a wasp s tail masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοράτιο — το (Α δοράτιον) μικρό δόρυ νεοελλ. σφηκίσκος, ξύλο κατάλληλο για κατάρτι …   Dictionary of Greek

  • σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”